αλαβάστρινος

αλαβάστρινος
-η, -ο
1. φτιαγμένος από αλάβαστρο: Του χάρισαν ένα αλαβάστρινο βάζο.
2. άσπρος και λείος σαν το αλάβαστρο: Είχε ένα λαιμό αλαβάστρινο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλαβάστρινος — η, ο (Α ἀλαβάστρινος, η, ον) [ἀλάβαστρο(ν)] ο κατασκευασμένος από αλάβαστρο νεοελλ. ο όμοιος με αλάβαστρο, λείος και λαμπερός …   Dictionary of Greek

  • ἀλαβάστρινον — ἀλαβάστρινος of alabaster masc acc sg ἀλαβάστρινος of alabaster neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαβαστρίνου — ἀλαβάστρινος of alabaster masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαβάστρινα — ἀλαβάστρινος of alabaster neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… …   Dictionary of Greek

  • αλαβαστρένιος — ια, ιο [αλάβαστρο] ο αλαβάστρινος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”