αλαβάστρινος — η, ο (Α ἀλαβάστρινος, η, ον) [ἀλάβαστρο(ν)] ο κατασκευασμένος από αλάβαστρο νεοελλ. ο όμοιος με αλάβαστρο, λείος και λαμπερός … Dictionary of Greek
ἀλαβάστρινον — ἀλαβάστρινος of alabaster masc acc sg ἀλαβάστρινος of alabaster neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαβαστρίνου — ἀλαβάστρινος of alabaster masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαβάστρινα — ἀλαβάστρινος of alabaster neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… … Dictionary of Greek
αλαβαστρένιος — ια, ιο [αλάβαστρο] ο αλαβάστρινος* … Dictionary of Greek